Λαμπρούκος .comment-link {margin-left:.6em;}
Αλλ' αντ' άλλων
Δευτέρα, Ιανουαρίου 30, 2006

Τη γνώρισα ένα γκρίζο βράδυ του Σεπτέμβρη. Από αυτά που το σούρουπο νιώθεις να σε πλακώνει, που αισθάνεσαι το κεφάλι σου ασήκωτο από το βάρος των χρωμάτων της δύσης. Την κοίταξα κι αυτή τράβηξε αμέσως το βλέμα της, σαν να η ματιά μου να την ενοχλούσε, σαν να την πόναγα. Φοβήθηκα και έσκυψα το κεφάλι στη γη, είδα την αντανάκλαση των ματιών μου στα πλακάκια και κατάλαβα γιατί απέφευγε το βλέμα μου.
Σε λίγο με πλησίασε. Δε μου μίλησε. Μόνο μου έπιασε το χέρι και με σήκωσε αργά, σχεδόν μυσταγωγικά από το τραπέζι. Κρεμάστηκε στο μπράτσο μου και έγυρε το κεφάλι της στον ώμο. Με τράβηξε στην παραλία. "Έλα να περπατήσουμε" μου είπε.
Είναι ωραία το Σεπτέμβρη στη Θεσσαλονίκη. Έτσι όπως τα χρώματα ανακατεύονται με τις μυρωδιές από τα νυχτολούλουδα, οι ήχοι των κυμάτων του Θερμαϊκού με τους ψιθύρους των κυράδων στα κάστρα. Δε μιλούσε. Περπατούσε δίπλα μου κρεμασμένη θαρρείς από το μπράτσο μου. Έκλεβα τις ματιές της, κοιτούσα όπου κοιτούσε, ανέπνεα τον αέρα της κι ήμουν χαρούμενος. Ήθελα να της μιλήσω, να ακούσω τη φωνή της, να ρωτήσω το όνομα της μα φοβόμουνα μη σπάσω τούτη την εύθραυστη ισσοροπία.
Φτάσαμε στο λιμάνι και χωθήκαμε στις παλιές αποβάθρες. Οι γερανοί μοιάζαν από μακρυά τόσο ακίνητοι, σαν να κρατούσαν κι αυτοί την αναπνοή τους. Με φίλησε στο στόμα κι ένιωσα για πρώτη φορά να με φιλάνε. Έγινα ξανά δεκαοχτώ χρονώ κι έχωσα το χέρι μου βιαστικά κάτω από τη μπλούζα της ν' αγγίξω τα στήθη της. Έτρεμα κι ήταν αδύνατο να μη το καταλάβει. Έκανε να φύγει.
"Πως σε λένε;" ψέλλισα.
"Παναγιώτη" μου είπε και χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Λαμπρούκος @ 4:29 μ.μ. |


8 Comments:


Number of online users in last 3 minutes