Ημέρα Τετάρτη 25/1/2006, ώρα 18:14, τόπος Θεσσαλονίκη.
Το τηλέφωνο μου (συνήθως ανήσυχο) διάγει ένα ημίωρο παρατεταμένης σιωπής. Το εκμεταλλεύομαι πίνοντας βιαστικές ρουφηξιές frappe ατέλειωτη ευχαρίστηση (γαμώτο πάει κι ένα τετράμηνο που έκοψα το τσιγάρο και δεν μπορώ να ευχαριστηθώ τίποτα). Ξάφνου ακούω το καταρραμένο του κουδούνισμα. Ψάχνω βιαστικά το Bluettoth ακουστικό, μου πέφτει, το τηλέφωνο χτυπά, σκύβω να το πιάσω, χτυπάω το κεφάλι μου στο γραφείο, βρίζω, συνεχίζει να κουδουνίζει, το πιάνω, σηκώνω το κεφάλι μου και ξαναχτυπάω στο γραφείο, κατεβάζω τα καντήλια της ζωής μου, το τηλέφωνο δε βγάζει το σκασμό, φοράω το ακουστικό, κοιτάζω την οθόνη... ΑΠΟΚΡΥΨΗ "Μην το σηκώσεις μαλάκα" σκέφτομαι αλλά έχω ήδη πατήσει το πράσινο κολοκούμπι.
Εγώ: Παρακαλώ;
Ο άλλος: Ο κ. Λαμπρούκος; Το αίμα παγώνει στις φλέβες μου, νιώθω δύσπνοια, τα μάτια μου έχουν γουρλώσει, μια υποψία τσίρλας έχει ήδη λερώσει το φρεσκοπλυμένο μου σώβρακο. Γαμώτο θα με σκοτώσει πάλι η γυναίκα μου σκέφτομαι βιαστικά... Γυρίζω τη σκέψη μου στο προκείμενο, ποιός πούστης μπορεί να είναι, αφού μόνο εγώ με λέω έτσι.
Εγώ: Τι εννοείτε;
Ο άλλος: Είστε ο κ. Λαμπρούκος; (μάλλον επίμονα με ένα τόνο που σου λέει "κόψε τις πίπες μώρτη και ρίχτα στα ίσα"
Εγώ: Ο..ο...ο... ίδιος (και την ίδια στιγμή το μετανιώνω, λέω από μέσα μου μουλάρι σήκω ντύσου γιατί εδώ σε περιμένουνε πολλά)
Ο άλλος: Ο Νομάρχης εδώ, Παναγιώτης Ψωμιάδης, ο δικός σας άνθρωπος
Κουνάω το ακουστικό, πνίγομαι με τη γαμημένη γουλιά του καφέ που τόση ώρα δεν έχω καταφέρει να καταπιώ, το σκατό πλέον έχει λερώσει για τα καλά το βρακί μου, σκέφτομαι αν είναι πλάκα ή εφιάλτης, είμαι σίγουρος ότι σε κάθε περίπτωση την έχω γαμήσει... Εγώ: Καλησπέρα κ. Νομάρχα, σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος (με μια συστολή αλλά και μια αμφισβήτηση ταυτόχρονα, έτσι που άν τυχόν είναι πλάκα να μπορώ να κάνω τον έξυπνο και να πω ότι το είχα καταλάβει)
Ο άλλος: Ακούω πολλά για σένα παιδί μου τον τελευταίο καιρό, ήθελα από μέρες να σε πάρω τηλέφωνο, να τα πούμε, να μου επιβεβαιώσεις και κάποια πράγματα (πατρικό ύφος του στυλ "θα σε γαμήσω τώρα που είναι ακόμα νωρίς"
Εγώ: Τι...τι...τι εννοείτε νομάρχα μου;
Ο άλλος: Για την υποτιθέμενη υποψηφιότητα σου μιλάω, ξέρεις τώρα για τη Νομαρχία. Ακούγεται έντονα τον τελευταίο καιρό. Αλλά μάλλον είναι πλάκα έτσι δεν είναι;
Εγώ: (Μαζεύω όλο μου το θάρρος, ρουφαω τη μύτη μου και παίρνω βαθειά ανάσα) Δε νομίζω Παναγιώτη μου (ντεμεκ άνετος), βέβαια είμαστε ακόμα στις κουβέντες αλλά υπάρχει ρεύμα καταλαβαίνεις, δεν ξέρω πια αν έχω την πολυτέλεια να κάνω πίσω.
Ο άλλος: (Αιφνιδιασμένος, έχει μάλλον καταπιεί το τηλέφωνο του, κι ύστερα ποιό είναι αυτό το τσόλι που τον αποκαλεί "Παναγιώτη του";) Μα τι στο διάολο εννοείς ρεύμα, ρεύματα έχει μόνο ο Θερμαϊκός.
Εγώ: Κοίτα να δεις υπάρχουν άνθρωποι από πίσω, δεν μπορώ να σου πω περισσότερα αυτή τη στιγμή, πάντως υπάρχουν συγκεκριμένα συμφέροντα που AuJourdoui για πολύ συγκεκριμένους λόγους επιθυμούν αλλαγή στη Νομαρχία
Ο άλλος: (ΕΜΒΡΟΝΤΗΤΟΣ) Συμφέροντα; Αλλαγή; Τι λες αγόρι μου; Δε ξέρεις τι λές μου φαίνεται. Εγώ είμαι ο ΝΟΜΑΡΧΗΣ. Όλοι μ' αγαπάνε εμένα. Με ένα μου τηλέφωνο μπορώ να βάλω όλα τα κανάλια να με παίζουνε πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Με στηρίζουν όλα τα επιχειρηματικά συμφέροντα της Θεσσαλονίκης.
Εγώ: Και μένα με στηρίζουν
Ο άλλος: Ποιοί;
Ο άλλος: Ποίοι είναι αυτοί οι μαλάκες;
Εγώ: Bloggers
Ο άλλος: Blo τι;
Εγώ: Bloggers (δυνατά αυτή τη φορά)
Ο άλλος: ("Tι σκατά είναι οι bloggers", ρωτάει κάποιον από τους παριστάμενους που μάλλον του δηλώνει άγνοια). Άκου αγόρι μου, εγώ φροντίζω για όλους, και Αλβανούς βοηθάω, και τρία παιδιά από τη Ρουμανία τα στέλνω στο Πανεπιστήμιο με έξοδα της Νομαρχίας, και για τους Μουσουλμάνους έχτισα Τζαμί στην Άγκυρα προκειμένου να φύγουν απο δω τα σκυλιά, και θα σας βοηθήσω και σας.
Εγώ: Δε χρειαζόμαστε βοήθεια
Ο άλλος: Άκου κολόπαιδο, τέρμα οι πίπες, μη τυχόν κατέβεις για Νομάρχης γιατί θα σου βάλω τους Μπλόφερς στον κώλο ακούς; (προφανώς νόμισε ότι είμαστε κάποιοι περίεργοι τύποι που παίζουμε Πόκερ και μπλοφάρουμε όλη τη μέρα)
Εγώ: Ακούω (με ύφος έχω καταπιεί τη γλώσσα μου αλλά δε το δείχνω)
Ο άλλος: (Καταλαβαίνει ότι χέστηκα και μαλακώνει) Και δε θα χαλάσουμε τις καρδιές μας, μπορώ να σε κατεβάσω υποψήφιο Νομαρχιακό Σύμβουλο και να σε κάνω Αντινομάρχη καθαριότητας πως σου ακούγεται αυτό...
Εγώ: Καλό αλλά θα πρέπει να το συζητήσω, τα μισθά είναι καλά;
Ο άλλος: Βρε κουτό στα μισθά θα κολλήσουμε; Πες εσύ το ναι και θα τα βρούμε...
Εγώ: Δε ξέρω θα το σκεφτώ.
Ο άλλος: Να το σκεφτείς αγόρι μου, να το σκεφτείς. Θα σε πάρω κι άυριο ναι; Να το έχεις ανοιχτό.
Εγώ: Θα το έχω.
Ο άλλος: Α, και αλήθεια πως σε λένε...
Εγώ: Λαμπρούκο τ' ακούς; Mε λένε Λαμπρούκο...