Δε θα ξανασυναντηθώ με blogger, δε θα ξανασυναντηθώ με blogger...
To
email ήταν σαφές και δεν άφηνε και πολλά περιθώρια παρερμηνείας.
"
Πάρε τον κώλο σου και τσακίσου στις 18:45 στο Plaisir της Απολλώνιας Πολιτείας να πιούμε καφέ, να ξεκατινιαστούμε, να θάψουμε όλη τη bloggo-σφαιρα και να οργανωθούμε για την υποδοχή των Αθηναίων (όπου ως γνωστό οι Αθηναίοι είναι οι καλύτεροι φίλοι του ανθρώπου!). Πάνος"
Θεέ και Κύριε, Plaisir, σκέφτηκα... Καλά που δέ μου πρότεινε και την τσαγερί "Ζώγια. Βιβλίο, τσάι και συμπάθεια..." Τέλος πάντων πρώτη επαφή ήταν, να μην τον πάρω και από τα μούτρα. Τον άκουσα και λίγο θεούσο από το τηλέφωνο την άλλη φορά που τα είπαμε, σκέφτηκα ότι το Plaisir θα πρέπει να είναι Η έξοδος για την περίπτωση του.
Είχα μόλις τρείς ώρες για να ετοιμαστώ, και έτσι δεν είχα και πολύ χρόνο για να το συζητήσω το θέμα. Μπήκα για ένα γρήγορο ντουζάκι, αποτρίχωσα στήθος και γάμπες, και ξύρισα το θεληματικό μου πηγούνι με τη
MachIV ξυριστική μηχανή με δονητή τρίχας, που πρώτα στη σηκώνει και μετά σου την κόβει από τη ρίζα! Έβαλα μια κρέμα τόνωσης και αναζωογώνησης για τα κουρασμένα μου μαλλιά, καθώς το προηγούμενο βράδυ κατέπληξα τα πλήθη στα μπουζούκια, ενώ η κάπνα και οι προβολείς που με στοχεύαν συνέχεια καθώς χόρευα στο τραπέζι τα είχαν κουράσει αφάνταστα. Ταυτόχρονα χτύπησα μια γρήγορη μάσκα προσώπου, απευθείας ξεσηκωμένη από τα μπουγιούμια της
Ευταλίας και των μαγισσών
Σμύρνης και περιχώρων με
κολίαντρο,
μαχλέπι,
κακουλέ,
σαφράν,
τραγίσιο γιαούρτι,
μουχαλεμπί και
χασίς. Τα πρώτα τα ανακατεύουμε και τα απλώνουμε ομοιόμορφα στο πρόσωπο μας, ενώ το
χασίς το στρίβουμε και το καπνίζουμε περιμένοντας υπομονετικά να τελειώσει η επίδραση της μάσκας.

Το ραντεβού ήταν απογευματινό, συνεπώς το dress code επέβαλε να φορέσω κάτι απλό και ουχί εξεζητημένο που αφενός δε θα βγάζει μάτι, αφετέρου όμως δε θα αφήνει περιθώρια σε κανένα να μας πει και χλιμίτζουρες! Διάλεξα ένα υπέροχο καθημερινό πουκάμισο σε στύλ Νίκου Χορταρέα, με λευκή διαφάνεια, κεντημένο στο χέρι με πράσινες και φουξια παγιέτες που αλλάζουν χρώμα όταν πέφτει επάνω τους το φώς. Με φαντάστηκα λουσμένο με το φως του δειλινού της "ερωτικής πόλης" και σχεδόν σκανδαλίστηκα, αλλά το προσπέρασα γρήγορα καθώς ο χρόνος κυλούσε απειλητικά! Το συνδύασα με μια υπέροχη τρουα-καρ παντελόνα Ντόλτσε & Γαβάνα που μου την έστειλε κατευθείαν ο Ντόλτσες από το Μιλάνο (κι ας λένε οι κακές οι γλώσσες ότι ο Γαβάνας του έκανε σκηνή μόλις το έμαθε). Σκέφτηκα πως θα έπρεπε να περάσω το μήνυμα του "ξέρω τι θέλω και το θέλω τώρα αγοράκι" και έτσι το σανδάλι Manolo Blahnik των 3000€, ήταν η πλέον ενδεδειγμένη λύση για τον άντρα που ξέρει να πατά γερά στα πόδια του!
Στο δρόμο δέχθηκα τηλεφώνημα του...
- Πού είσαι, μου τα πρηξες να σε περιμένω!
- Σιγά μωρή "λούγκρα" (κακιασμένη), στο δρόμο είμαι κι έρχομαι, δε θα τρέχω και σα "τζασλός" (παλαβός)...
- Να σου πω!
- Έλα μου.
- Όπως θα έρχεσαι, εδώ δίπλα έχει μια μπουτίκ κρεάτων.
- Και;
- Μπές να πάρεις μια συκωταριά να την κρατάς στο χέρι για να σε αναγνωρίσω!
Αυτό ήταν. Η συκωταριά σε συνδυασμό με το κλασσικό ρουθούνισμα του ηλιθίου που νομίζει ότι είπε τη μεγαλύτερη εξυπνάδα στον πλανήτη κάναν τις παγιέτες του πουκαμίσου μου να γίνουν μωβ. Μου έσπασε η ελαφριά πούδρα που έιχα ρίξει στο πρόσωπο σας λέω...
Έφτασα με τη χαρά και την προσμονή του ανθρώπου που οδηγείται στο απόσπασμα. Σκέφτηκα ότι ίσως θα ήταν καλό να μη πάω κατευθείαν αλλά να παρατηρήσω περιμετρικά το χώρο μπας και τον εντοπίσω. Στο μαγαζί ψυχή. Γυρνώ το κεφάλι και βλέπω έναν "γκούρμπαντο" (μορφονιό) που μου ήρθε ντουβρουτζάς της γελοίας. Δάκρυσαν τα μάτια μου καλέ. Τι πλάτες, τι πηγούνι, τι στήθος, άλλο να σας λέω και άλλο να το βλέπετε!
- Γειά σου είσαι ο Πάνος; Είμαι ο λαμπρούκος του λεω ολο καμάρι, και βλέπω το τεκνό να με κοιτάει με το βλέμα της αγελάδας.

- Εδώ, εδώ, ακούγεται μια φωνή πίσω από τη μεγάλη κολόνα, στο τελευταίο τραπεζάκι δίπλα από τις τουαλέτες.
Γυρνώ και βλέπω ένα "θεοκάλιαρντο" (πανάσχημο) θεούσο, με το μουστάκι εκείνο που καλλιεργούν επιμελώς οι απόφοιτοι του κατηχητικού που ξεχάσαν να αυνανιστούν (ναι, ναι εκείνο με τις τρίχες που για να πας από τη μία στην άλλη παίρνεις λεωφορείο), να σηκώνει όλο ενθουσιασμό το αριστερό του χέρι και να μου γνέφει, ενώ την ίδια στιγμή το δεξί του προσπαθούσε αγωνιωδώς να στερεοποιήσει το εξόρυγμα της μύτης του για να το κολλήσει στο μπράτσο της καρέκλας. Στο στέρνο του κρεμόταν ένας ξύλινος σταυρός στο μέγεθος αυτού που σταύρ
ωσαν το
Χριστό, ο οποίος όμως μετα βίας φαινότανε μέσα από τις πυκνές τρίχες του. Χρυσή ταυτότητα και αλυσίδα στο λαιμό πλάτους -
βγάζω το μπουλντόγκ μου βόλτα- συμπληρώναν το υπέροχο ανσάμπλ και δέναν απολαυστικά με την αντανάκλαση που προκαλούσε ο χρυσός του κυνόδοντας στα μάτια μου, στο φώς του δειλινού της πιο "
ερωτικής πόλης" του κόσμου. Σχεδόν λύθηκε το
Calvin Klein στριγκάκι μου από την τρομάρα που πήρα, ενω τα
Manolo Blahnik σανδάλια μου ξεκίνησαν να τρέχουν μόνα τους προς την έξοδο. Πλησίασα ξεβράκωτος και ξυπόλυτος, υπνωτισμένος θαρρείς από το τρομαχτικό ετούτο θέαμα.
- Είμαι ο Πάνος, χαίρομαι που σε γνωρίζω, μου είπε και η χειραψία του μου άφησε στην παλάμη το κακαδάκι που δεν είχε στο μεταξύ καταφέρει να ξεφορτωθεί.
- Γεια σου Πάνο, ήμουν ο λαμπρούκος, ψέλλισα και χύθηκα ημιλυπόθημος στο κάθισμα.
- Λοιπόν έισαι όπως ακριβώς σε φανταζόμουνα. Άλλωστε είχα καταλάβει από καιρό ότι όλο αυτό το πάρε δώσε με τις γυναίκες, το σεξουαλικό κτήνος κτλ ήταν ένα παραμύθι, ο "φερετζές του πούστη" που λέμε και στο χωριό μου, γέλασε και τα σάλια του τρέξανε στο πορτοκαλί του πουκάμισο λερώνοντας ταυτόχρονα και το λαχανί του παντελόνι.
Μου είπε τα πάντα, για τη ζωή του, για το πρώτο του βιβλίο που αναμένεται να εκδοθεί μέσα στον Ιούνιο από τον Αγριο-Μαραθιά, για τα υπέροχα χρόνια στις παιδικές κατασκηνώσεις της Αγίας Τριάδας, για τον έρωτα του με την Αννούλα που μετέπειτα έγινε γυναίκα του και κάναν (άγνωστο πως) 6 παιδιά, για το προσκύνημα του στον Άγιο Βησσαρίωνα και τη λαμπάδα που του έταξε προκειμένου να μην αποσυντεθεί και το δικό του σώμα όταν πεθάνει, για την αγάπη του για τον Αρχιεπίσκοπο, για το κρυφό του μίσος για τον Athanassio που του έχει κάτσει στο σβέρκο και σχολιάζει με το έτσι θέλω τα ποστ του. Μου έλεγε ότι κατά την αντικειμενική του γνώμη τα βιβλία των άλλων μπλόγερς (πιτσιρίκου, κουρούνας, χημείου, Λίλις κλπ) είναι απολύτως για πέταμα ενώ το δικό του θα κάνει τέτοιο πάταγο που σύντομα βλέπει να του προτείνουν την είσοδο του στην ακαδημία Αθηνών. Μου έλεγε, μου έλεγε, μου έλεγε...
Τον άκουγα αποσβολωμένος προσπαθώντας να ξεκολλήσω το κακάδι από το χέρι μου, που είχε στο μεταξύ ξεραθεί και εγκατασταθεί για τα καλά μεταξύ δείκτη και αντίχειρα. Όταν τα κατάφερα είχε πάει σχεδόν 10:00 μ.μ., δεν είχα προλάβει να αρθρώσω λέξη, και το ζωντόβολο δεν είχε βάλει μέσα γλώσσα. Του είπα πως έπρεπε να φύγω για τη δουλειά γιατί η εργοδότρια μου θα με έσκιζε αν αργούσα κι άλλο.
- Έλα μου λέει, θα σε πάω με το "τρόκι" (αμάξι) μου, γιατί αν αργήσεις και για παρκάρισμα θα σε φάει ζωντανό η "ηράκλω" (γυναίκα)
- "Μπενάβεις τα καλιαρντά" (μιλάς καλιαρντά); τον ρωτάω.
- "Και τα τζινάβω και τα μπενάβω" (και τα καταλαβαίνω και τα μιλάω) μου λέει και μου κλείνει όλο νόημα το μάτι.
- Δε θα χαθούμε τώρα, μου λέει έχοντας στα μάτια το βλέμα του πληγωμένου ζώου και του κακόμοιρου ζεν πρεμιέ, καθώς μου ανοίγει ιπποτικά την πόρτα του ρημαδιασμένου του Ντεσεβό για να κατέβω φτάνοντας στον προορισμο μου.
"Δε χωρεί αμφιβολίας περί τούτου καλέ κύριε", σκέφτηκα, και έγινα καπνός μες τη νύχτα...