Τέτοια στιχάκια σκάρωνα εγώ ο διάσημος ιστολόγος- ποιητής- συγγραφέας -sex symbol- σίγουρος νομάρχης
Λαμπρούκος, καθώς μόνος στη γέφυρα του
Marabella έκανα τη βραδυνή βάρδια. Έπρεπε να είχα μπαρκάρει πιο νωρίς, είπα στην εαυτό μου και ο ασύρματος μου απάντησε με ένα παράσιτο, θαρρείς επιβεβαιώνοντας τη σκέψη μου. Η
θάλασσα απελευθερώνει το πνεύμα σου. Σε γαληνεύει ακόμα κι όταν είναι άγρια και θέλει να σε καταπιεί.
Αλλά πάλι σιγά μην είχα μπαρκάρει ποτέ αν δεν ήταν αυτός ο λοστρόμος ο
Αχμέτ από το
Μπαγκλαντές. Μέχρι την άκρη της γής θα σ' ακολουθήσω, του είπα, κι αυτός ο μαλάκας σάλπαρε με φορτηγό υπερατλαντικών μεταφορών. Ας είναι, τουλάχιστον εδώ είμαστε μαζί, κάτω απ' τον ίδιο ουρανό, μας τρώει η ίδια αλμύρα, και τα βράδυα- όταν δεν έχουμε βάρδια- μοιραζόμαστε μια κουκέτα 3Χ3. Εμείς ο
Θεός και κανένας διερχόμενος ναύτης που μας επισκέπτεται για καμιά ξεπέτα όταν κάνουμε πολύ καιρό να πιάσουμε λιμάνι.
Τελειώνω την πρώτη μου ποιητική συλλογή του είπα προχτέ, κι εκείνος, χαμένος ακόμα στο βρώμικο καπνό που έπινε όλη νύχτα με σήκωσε στον αέρα με τα δυό του χέρια. Ανέμιζαν τα τούλια της εσάρπας μου στο φώς της πανσελήνου κι αυτός γελούσε δυνατά καθώς με γύρναγε προφέροντας αλλόκοτες κουβέντες.
Μου 'λεγε πως καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Αντεν πως, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πως φωνάζουνε και πως μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.
Μου 'λέγ' ακόμα ότ' είδ' αυτός, μια νύχτα που 'χε πιει,
πως πάνω σ' άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά.
- Σαν πάμε στο Άντεν, μου 'λεγε, και συ θα δοκιμάσεις.
Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει,
και τότε αυτός συνήθιζε, γελώντας τρανταχτά,
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει.
Γύρισε ο καιρός. Θα ναι και πάλι δύσκολη η νύχτα. Πίσσα το σκοτάδι, φέγγουνε μόνο τα μάτια μου και το τσιγάρο στα χείλη. Κοιτώ μπροστά με το βλέμμα μου άδειο. Μόνη μου συντροφιά αυτή η
μαϊμού απ το προηγούμενο λιμάνι. Τι παράξενο ζώο γαμώτο. Δε κάνει χωριό, κι όμως πάλι είναι ανθρώπινο και τρυφερό ώρες-ώρες. Πάντα δίπλα μου στη βάρδια, ακοίμητος φρουρός μου, μόνο το πρωί αποτραβιέται ανάμεσα στα σκοινιά του καταστρώματος, όταν όλα έχουν κοπάσει, για ν' αποκοιμηθεί.
Κάποτε, σ’ ένα μακρινό λιμάνι του Ινδικού,
δίνοντας μια πολύχρωμη μεταξωτή γραβάτα
σ’ έναν αράπη, μια μικρήν αγόρασα μαϊμού
με μάτια γκρίζα, σκοτεινά και πονηριά γεμάτα.
Ένα τσιμπούκι δάγκωνε στο στόμα της χοντρό
και το ‘βγαζε όταν ήθελε μονάχα να φυσήσει
έναν καπνό πολύ βαρύ, που, ως μου ‘πε ο πουλητής,
ήταν οπίου, που από μικρή την είχε συνηθίσει.
Τις πρώτες μέρες μοναχή στης πλώρης μια γωνιά,
ξερνούσε και με κοίταζε βουβή και λυπημένη,
μα σαν επέρασε καιρός, ερχόταν μοναχή
κι ώρες πολλές στον ώμο μου ξεχνιόταν καθισμένη.
Όταν στη γέφυρα έκανα τη βάρδια της νυχτός κι η νύστα βασανιστικά τα μάτια μου ετρυπούσε, στον ώμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπή και σοβαρά μαζί μ’ εμέ τον μπούσουλα εκοιτούσε.
Κοίτα-κοίτα της λέω πειραχτικά για να την εφοβήσω, κοίτα την πλώρη πως χάνεται στα μανιασμένα κύμματα, θα βυθιστούμε δίχως άλλο. Μα σημασία αυτή, μόνο τον καπνό της φυσάει νηφάλια, και καρτεράει το πρωί να πάει να ξαποστάσει.
Η ξύλινη που όλοι αγαπήσαμε Γοργόνα,
καθώς βουτά παίρνει παράξενες ανάσες.
Προτού κολλήσουμε για πάντα στις Σαργάσσες,
μας πρόδωσε μ'ένα πνιγμένο του Νορόνα.
Πουλιά στα ξάρτια καραντί στεργιανή ζάλη
χελιδονόψαρα πνιγμένου δαχτυλίδι.
Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι
το κυβερνάν του Μαγελάνου οι παπαγάλοι.
Η καραβίσια σκύλα οσμίζεται ρεστία
και το κορμί σου το νερό που θα καλάρει.
Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι
και την ημέρα ταξιδεύουνε στ’ αστεία.
*Για τον ιχνηλάτη που του αρέσει ο Καββαδίας...