ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα.
Γνέφουνε δυο στιγματισμένα μάυρα μπράτσα,
που αρρώστιες τά 'χουνε τσακίσει τροπικιές.
Παντιέρα κίτρινη - σινιάλο του νερού.
φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο.
Τα δυο φανάρια της νυκτός. Κι ο Pisanello
ξεθωριασμένος απ' το κύμα του καιρού.
Αλλά πάλι σιγά μην είχα μπαρκάρει ποτέ αν δεν ήταν αυτός ο λοστρόμος ο Αχμέτ από το Μπαγκλαντές. Μέχρι την άκρη της γής θα σ' ακολουθήσω, του είπα, κι αυτός ο μαλάκας σάλπαρε με φορτηγό υπερατλαντικών μεταφορών. Ας είναι, τουλάχιστον εδώ είμαστε μαζί, κάτω απ' τον ίδιο ουρανό, μας τρώει η ίδια αλμύρα, και τα βράδυα- όταν δεν έχουμε βάρδια- μοιραζόμαστε μια κουκέτα 3Χ3. Εμείς ο Θεός και κανένας διερχόμενος ναύτης που μας επισκέπτεται για καμιά ξεπέτα όταν κάνουμε πολύ καιρό να πιάσουμε λιμάνι.
Τελειώνω την πρώτη μου ποιητική συλλογή του είπα προχτέ, κι εκείνος, χαμένος ακόμα στο βρώμικο καπνό που έπινε όλη νύχτα με σήκωσε στον αέρα με τα δυό του χέρια. Ανέμιζαν τα τούλια της εσάρπας μου στο φώς της πανσελήνου κι αυτός γελούσε δυνατά καθώς με γύρναγε προφέροντας αλλόκοτες κουβέντες.
Μου 'λεγε πως καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Αντεν πως, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πως φωνάζουνε και πως μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.
Μου 'λέγ' ακόμα ότ' είδ' αυτός, μια νύχτα που 'χε πιει,
πως πάνω σ' άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά.
- Σαν πάμε στο Άντεν, μου 'λεγε, και συ θα δοκιμάσεις.
Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει,
και τότε αυτός συνήθιζε, γελώντας τρανταχτά,
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει.
Κάποτε, σ’ ένα μακρινό λιμάνι του Ινδικού,
δίνοντας μια πολύχρωμη μεταξωτή γραβάτα
σ’ έναν αράπη, μια μικρήν αγόρασα μαϊμού
με μάτια γκρίζα, σκοτεινά και πονηριά γεμάτα.
Ένα τσιμπούκι δάγκωνε στο στόμα της χοντρό
και το ‘βγαζε όταν ήθελε μονάχα να φυσήσει
έναν καπνό πολύ βαρύ, που, ως μου ‘πε ο πουλητής,
ήταν οπίου, που από μικρή την είχε συνηθίσει.
Τις πρώτες μέρες μοναχή στης πλώρης μια γωνιά,
ξερνούσε και με κοίταζε βουβή και λυπημένη,
μα σαν επέρασε καιρός, ερχόταν μοναχή
κι ώρες πολλές στον ώμο μου ξεχνιόταν καθισμένη.
κι η νύστα βασανιστικά τα μάτια μου ετρυπούσε,
στον ώμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπή
και σοβαρά μαζί μ’ εμέ τον μπούσουλα εκοιτούσε.
Η ξύλινη που όλοι αγαπήσαμε Γοργόνα,
καθώς βουτά παίρνει παράξενες ανάσες.
Προτού κολλήσουμε για πάντα στις Σαργάσσες,
μας πρόδωσε μ'ένα πνιγμένο του Νορόνα.
Πουλιά στα ξάρτια καραντί στεργιανή ζάλη
χελιδονόψαρα πνιγμένου δαχτυλίδι.
Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι
το κυβερνάν του Μαγελάνου οι παπαγάλοι.
και το κορμί σου το νερό που θα καλάρει.
Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι
και την ημέρα ταξιδεύουνε στ’ αστεία.
*Για τον ιχνηλάτη που του αρέσει ο Καββαδίας...